- πνευμονώδης
- πνευμον-ώδης, ες, lungenartig, schwammig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πνευμονώδης — και πλευμονώδης, ες, Α [πνεύμων/πλεύμων, ονος] αυτός που μοιάζει με τους πνεύμονες, που έχει εμφάνιση πνεύμονα … Dictionary of Greek
πλευμονώδης — ες, Α βλ. πνευμονώδης … Dictionary of Greek